- χρυσορρυτος
- χρυσόρρυτοςχρῡσό-ρ(ρ)ῠτος2текущий золотом
(νᾶμα Aesch.)
Ζηνὸς γοναὴ χρυσόρυτοι Soph. — золотое семя Зевса (о золотом дожде, оплодотворившем Данаю)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(νᾶμα Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
χρυσόρρυτος — χρῡσόρρυτος , χρυσόρρυτος gold streaming masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόρρυτος — ον, ΜΑ, και χρυσόρυτος και χρυσεόρ(ρ)υτος Α αυτός που παρασύρει με το ρεύμα του χρυσό («χρυσορρήτῳ Πακτωλῷ», Μιχ. Ακομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + ρρυτος (< ῥυτός «ρευστός»), πρβλ. ἀργυρό ρρυτος] … Dictionary of Greek
χρυσόρρυτον — χρῡσόρρυτον , χρυσόρρυτος gold streaming masc/fem acc sg χρῡσόρρυτον , χρυσόρρυτος gold streaming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσεόρ(ρ)υτος — ον, Α βλ. χρυσόρρυτος … Dictionary of Greek
χρυσόρυτος — ον, Α βλ. χρυσόρρυτος … Dictionary of Greek
χρυσορρύτων — χρῡσορρύτων , χρυσόρρυτος gold streaming masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσορύτους — χρῡσορύτους , χρυσόρρυτος gold streaming masc/fem acc pl χρυσόρυτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόρρυτα — χρῡσόρρυτα , χρυσόρρυτος gold streaming neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)